- ιδανικότητα
- ητο να είναι κάτι ιδανικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδανικότητα — η η ιδιότητα τού ιδανικού, το να είναι κάποιος ή κάτι ιδανικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιδανικότης μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek
ιδανισμός — ο 1. ιδανικότητα. 2. τάση για εξιδανίκευση: Την ποίηση του Σολωμού τη διακρίνει ιδανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)